- φλεβόκομβος
- ο, Ν(ανατ.-φυσιολ.) σωρός ειδικών μυοκαρδιακών κυττάρων κατά μήκος τής τελικής αύλακας τής επιφάνειας τού δεξιού κόλπου τής καρδιάς από τον οποίο εκπορεύονται ειδικές ίνες, που φέρονται προς τα κάτω, υπό το επικάρδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέβα + κόμβος].
Dictionary of Greek. 2013.