φλεβόκομβος

φλεβόκομβος
ο, Ν
(ανατ.-φυσιολ.) σωρός ειδικών μυοκαρδιακών κυττάρων κατά μήκος τής τελικής αύλακας τής επιφάνειας τού δεξιού κόλπου τής καρδιάς από τον οποίο εκπορεύονται ειδικές ίνες, που φέρονται προς τα κάτω, υπό το επικάρδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέβα + κόμβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταχυκαρδία — Υπερβολική ταχύτητα των καρδιακών παλμών, γενικά με συχνότητα άνω των 100 ανά λεπτό. Οι σημαντικότερες μορφές τ. είναι: η φλεβοκομβική, η κολπική παροξυσμική και η κοιλιακή παροξυσμική. Μιλάμε για φλεβοκομβική, τ. όταν ο φλεβόκομβος εργάζεται σε… …   Dictionary of Greek

  • φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …   Dictionary of Greek

  • φλεβοκομβικός — ή, ό, Ν [φλεβόκομβος] φρ. «φλεβοκομβικός ρυθμός» φυσιολ. ο φυσιολογικός ρυθμός τής καρδιακής λειτουργίας που οφείλεται σε διεγέρσεις παραγόμενες στον φλεβόκομβο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”